κορθώ

κορθώ
κορθώ· βλάβη, Hsch. [full] κόρι, abbreviated for κόριον,
A = κορίαννον, Bilabel Ὀψαρτ.p.10, al. [full] κοριάλαι· τρίγλαι, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορθώ — κορθώ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόθουρος] …   Dictionary of Greek

  • κόθουρος — κόθουρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός 2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ ουρος. Το α συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα τού Ησυχίου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”